- οἰσυουργός
- οἰσῠουργός, όν,A working in osier-twigs, Eup.433.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οισυουργός — οἰσυουργός, όν (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιν ουργός] … Dictionary of Greek
οἰσυουργόν — οἰσυουργός working in osier twigs masc/fem acc sg οἰσυουργός working in osier twigs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
οἰσυουργῶι — οἰσυουργῷ , οἰσυουργός working in osier twigs masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)